- ευθυμογραφώ
- [ευθυμογράφος]γράφω ευθυμογραφήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυμογραφώ — γράφω ευθυμογραφήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυμογράφημα — το [ευθυμογραφώ] 1. εύθυμο, ευτράπελο ανάγνωσμα, ιδιαίτερα σε περιοδικό 2. ανόητο δημοσίευμα για σοβαρό θέμα … Dictionary of Greek